ύσκλος

ύσκλος
και ὕσχλος, ὁ, ἡ, Α
1. δερμάτινο κορδόνι ή τρύπα από την οποία περνούσαν το δερμάτινο κορδόνι σανδαλιού
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὕσκλοι
αἱ λαγναὶ τῶν ἱματίων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος τού καθημερινού λεξιλογίου, πιθ. δάνειος, άγνωστης, όμως, προέλευσης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὕσκλοι — ὕσκλος the latchet masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕσκλους — ὕσκλος the latchet masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έπτυσκλος — ἕπτυσκλος και ἕπτυσχλος, ὁ (Α) ανδρικό υπόδημα που δενόταν με επτά ιμάντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < επτά + ύσκλος «άγκιστρο» ή «ιμάντας»] …   Dictionary of Greek

  • εννήυσκλοι — ἐννήυσκλοι (Α) είδος πέδιλων τών Λακώνων εφήβων, τους ιμάντες τών οποίων περιτύλιγαν γύρω από το πόδι εννέα φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < εννή, διαλεκτ. τ. τού εννέα με συναίρεση + ύσκλος «η άκρη τού πέδιλου»] …   Dictionary of Greek

  • υσκλωτός — ή, όν, Α (για υπόδημα) αυτός που έχει ὕσκλους, δηλαδή δερμάτινα κορδόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕσκλος + κατάλ. ωτός (πρβλ. ὀδοντ ωτός)] …   Dictionary of Greek

  • ύσχλος — ὁ, Α βλ. ὕσκλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”